μύρνα

μύρνα
μύρνα, ἡ (Μ)
βλ. σμύρνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμύρνα — Αγκαθωτό μικρό δέντρο της οικογένειας των Βουρσεριδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι κομμιοφόρος η αβησσυνιακή. Η σ. είναι ιθαγενές φυτό της Νότιας Αραβίας. Το ύψος της φτάνει τα 3 ως τα 5 μ., τα φύλλα της είναι φτερωτά και ο κορμός της έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”